- αντιλαβή
- Όρος που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πρόκειται για τη μορφή της στιχομυθίας που δεν αναπτύσσεται με τη διαδοχή ακέραιων στίχων αλλά ημιστιχίων. Η επινόηση αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση της συγκινησιακής έντασης ή του συναισθηματικού φορτισμού των προσώπων του δράματος. Στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη (στ. 1.478), η θεατρική αυτή σύμβαση εμφανίζεται σε μια παραλλαγμένη μορφή, σύμφωνα με την οποία ο στίχος δεν μοιράζεται, όπως είναι το κανονικό, σε δύο πρόσωπα, αλλά σε τρία. Την α. μεταχειρίζεται o Αισχύλος στον Προμηθέα του, ο Σοφοκλής σε όλες τις τραγωδίες του, εκτός από την Αντιγόνη,και συχνότατα o Ευριπίδης.
* * *η (Α ἀντιλαβή)σύντομη φράση σε διάλογο αττικού δράματος που καταλαμβάνει ένα ημιστίχιοαρχ.1. η λαβή, το μέρος ενός πράγματος απ' όπου μπορεί να το πιάσει κάποιος2. αφορμή για δυσμενή σχόλια.
Dictionary of Greek. 2013.