αντιλαβή

αντιλαβή
Όρος που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πρόκειται για τη μορφή της στιχομυθίας που δεν αναπτύσσεται με τη διαδοχή ακέραιων στίχων αλλά ημιστιχίων. Η επινόηση αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση της συγκινησιακής έντασης ή του συναισθηματικού φορτισμού των προσώπων του δράματος. Στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη (στ. 1.478), η θεατρική αυτή σύμβαση εμφανίζεται σε μια παραλλαγμένη μορφή, σύμφωνα με την οποία ο στίχος δεν μοιράζεται, όπως είναι το κανονικό, σε δύο πρόσωπα, αλλά σε τρία. Την α. μεταχειρίζεται o Αισχύλος στον Προμηθέα του, ο Σοφοκλής σε όλες τις τραγωδίες του, εκτός από την Αντιγόνη,και συχνότατα o Ευριπίδης.
* * *
η (Α ἀντιλαβή)
σύντομη φράση σε διάλογο αττικού δράματος που καταλαμβάνει ένα ημιστίχιο
αρχ.
1. η λαβή, το μέρος ενός πράγματος απ' όπου μπορεί να το πιάσει κάποιος
2. αφορμή για δυσμενή σχόλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντιλαβή — thing to hold by fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλάβῃ — ἀντιλαμβάνω receive instead of aor subj mp 2nd sg ἀντιλαμβάνω receive instead of aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλαβαί — ἀντιλαβή thing to hold by fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλαβήν — ἀντιλαβή thing to hold by fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλαβῶν — ἀντιλαβή thing to hold by fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hoplon — Hoplon …   Deutsch Wikipedia

  • ԲՌՆԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 516 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ἁντιλαβή apprehensio Բուռն հարումն. ըմբռնումն. *Զերծեալք ʼի բռնահարութենէ որսողին. Խոսր.: *Անմեղանչելիք մնան ʼի բռնահարութեան մերկ ձեռին՝ որպէս զգաւազանդ. Արշ.: Եւ λαβή եղի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀντιλαβάς — ἀντιλαβά̱ς , ἀντιλαβή thing to hold by fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλαβῆς — ἀντιλαβεύς masc nom pl ἀντιλαβεύς masc nom/voc pl ἀντιλαβή thing to hold by fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”